- σμαραγδίων
- σμαράγδιονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σμαραδόχλους — ουν και οος, οον, Μ φρ. «σμαραδόχλους ὥρα» η ομορφιά τού ζωηρού πράσινου χρώματος τών σμαραγδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σμάραγδος + χλους / χλόος (< χλόη), πρβλ. ξανθό χλους, φοινικό χλους] … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ορυκτολογικό Λαυρίου — Στεγάζεται από το 1986 σε ένα αναπαλαιωμένο πέτρινο κτίριο του 1873 (Α. Κορδέλλα), δείγμα της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής του 19ου αι., και ανήκει στην Εταιρεία Μελετών της Λαυρεωτικής. Από τα χίλια περίπου δείγματα ορυκτών της συλλογής της… … Dictionary of Greek